εὐδοκιμῶν

εὐδοκιμῶν
εὐδοκιμάζω
choose
fut part act masc voc sg
εὐδοκιμάζω
choose
fut part act neut nom/voc/acc sg
εὐδοκιμάζω
choose
fut part act masc nom sg (attic epic ionic)
εὐδοκιμέω
to be of good repute
pres part act masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Εὐδοκίμων — Εὐδόκιμος in good repute masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδοκίμων — εὐδόκιμος in good repute masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επισφραγίζω — (AM ἐπισφραγίζω) 1. μτφ. δίνω κύρος σε κάτι, επιβεβαιώνω, επικυρώνω, επιδοκιμάζω (α. «τα λόγια του επισφράγισαν τη γνώμη μου» β. «ἐν ἀμφοτέροις (φιλοσοφίᾳ καὶ θεοσοφίᾳ) εὐδοκιμῶν, τῇ καλῇ ὁμολογίᾳ ἐπεσφράγισας ἀμφότερα», Μηναία) 2. ολοκληρώνω,… …   Dictionary of Greek

  • συναναστρέφομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. συναναστρέφω ΜΑ έχω σχέσεις με κάποιον, συναντώμαι συχνά και φιλικά με κάποιον, κάνω παρέα (α. «συναναστρέφεται με καλό κόσμο» β. «τοῑς τηλικούτοις ἐρασταὶ τῶν εὐδοκίμων νέων συνανεστρέφοντο», Πλούτ.) μσν. αρχ. μέσ. (σχετικά με… …   Dictionary of Greek

  • ГЕОРГИЙ КРИТСКИЙ — [греч. Γεώργιος ὁ Κρής] (2 я пол. XVIII в., о в Крит дек. 1815, Ханья, о в Крит), греч. мелург и гимнограф. Ученик критского мелурга иером. Мелетия Синаита и протопсалта к польской Великой ц. Иакова. Г. К. преподавал церковное пение в К поле, на… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”