Εὐδοκίμων — Εὐδόκιμος in good repute masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδοκίμων — εὐδόκιμος in good repute masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισφραγίζω — (AM ἐπισφραγίζω) 1. μτφ. δίνω κύρος σε κάτι, επιβεβαιώνω, επικυρώνω, επιδοκιμάζω (α. «τα λόγια του επισφράγισαν τη γνώμη μου» β. «ἐν ἀμφοτέροις (φιλοσοφίᾳ καὶ θεοσοφίᾳ) εὐδοκιμῶν, τῇ καλῇ ὁμολογίᾳ ἐπεσφράγισας ἀμφότερα», Μηναία) 2. ολοκληρώνω,… … Dictionary of Greek
συναναστρέφομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. συναναστρέφω ΜΑ έχω σχέσεις με κάποιον, συναντώμαι συχνά και φιλικά με κάποιον, κάνω παρέα (α. «συναναστρέφεται με καλό κόσμο» β. «τοῑς τηλικούτοις ἐρασταὶ τῶν εὐδοκίμων νέων συνανεστρέφοντο», Πλούτ.) μσν. αρχ. μέσ. (σχετικά με… … Dictionary of Greek
ГЕОРГИЙ КРИТСКИЙ — [греч. Γεώργιος ὁ Κρής] (2 я пол. XVIII в., о в Крит дек. 1815, Ханья, о в Крит), греч. мелург и гимнограф. Ученик критского мелурга иером. Мелетия Синаита и протопсалта к польской Великой ц. Иакова. Г. К. преподавал церковное пение в К поле, на… … Православная энциклопедия